χειροβάδιση

χειροβάδιση
η, Ν
άσκηση κατά την οποία κάνει κάποιος κατακόρυφη αναστροφή τού σώματός του και μετακινείται στηριζόμενος στις παλάμες τών χεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + βάδιση (< βαδίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • χειροβάδισμα — το, Ν η χειροβάδιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βάδισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Γ. Θ. Παγώνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”